Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Το τίμημα της συνείδησης

     Είτε μας αρέσει είτε όχι, η ηθική πρόκληση επηρεάζει τον καθένας μας. Αποτελεί γλυκόπικρο συστατικό της ζωής, από το οποίο κανείς δεν καταφέρνει να ξεφύγει. Έχει τη δύναμη να μας εμπλουτίζει και να μας φτωχαίνει, να καθορίζει την αληθινή ποιότητα των σχέσεων μας μ' εκείνους που μας γνωρίζουν. Όλα εξαρτώνται από την ανταπόκριση μας σ' αυτή την πρόκληση. Η επιλογή είναι δική μας – και σπάνια εύκολη.
     Έχουμε βέβαια τη δυνατότητα να περιβάλλουμε τη συνείδηση μας μ' ένα είδος κουκουλιού μακαριότητας, «τραβώντας το δρόμο μας» παθητικά, προστατεύοντας τα βαθύτερα αισθήματά μας από οτιδήποτε θα ήταν δυνατόν να τα αναστατώσει. Όταν εγείρονται ζητήματα, μπορεί αντί να λάβουμε θέση να πούμε: «εγώ απλώς θ' απέχω απ' αυτό, άλλοι μπορεί να επηρεαστούν – ίσως και να βλαφθούν – εγώ όμως όχι». Μερικοί δαπανούν όλη τους τη ζωή σε μια κατάσταση ηθικής αδράνειας. Όμως, όταν όλα έχουν ειπωθεί και συντελεστεί, όταν τελικά η ζωή πλησιάσει στο τέρμα της, φαίνεται ότι αυτός που μπορεί να πει «τουλάχιστον πάλεψα για κάτι», πρέπει να νιώθει μεγαλύτερη ικανοποίηση από εκείνον που σπάνια υπερασπίστηκε οτιδήποτε.
     Ίσως μερικές φορές αναρωτιόμαστε μήπως οι άνθρωποι με έντονες, ισχυρές πεποιθήσεις, αποτελούν είδος υπό εξαφάνιση, κάτι για το οποίο διαβάζουμε ότι υπήρχε παλιά, μα ελάχιστα το βλέπουμε σήμερα. Οι περισσότεροι από εμάς το βρίσκουμε σχετικά εύκολο να λειτουργήσουμε με αγαθή συνείδηση, όσο αυτά που διακυβεύονται είναι ήσσονος σημασίας, όμως, περισσότερα διακυβεύονται, όσο το κόστος είναι υψηλότερο, τόσο δυσκολότερο γίνεται να επιλύσουμε ζητήματα συνείδησης, να κάνουμε μια ηθική κρίση και να δεχτούμε τις συνέπειές της. Όταν το κόστος είναι πολύ υψηλό, βρισκόμαστε σ' ένα ηθικό σταυροδρόμι, αντιμετωπίζοντας μια πραγματικά κρίση στη ζωή μας.
     Το παρόν βιβλίο αναφέρεται σ' αυτό το είδος κρίσης, στον τρόπο που οι άνθρωποι την αντιμετωπίζουν, και στην επίδραση που έχει στη ζωή τους.
     Ομολογουμένως, η ιστορία των ανθρώπων που εμπλέκονται εδώ δεν έχει πολλά κοινά με το έντονο δράμα που βρίσκουμε στη δίκη ενός Ιωάννη Ουίκλιφ (John Wycliff) για αίρεση, στη ραδιουργία της διεθνούς καταδίωξης εναντίον ενός ασύλληπτου Ουίλλιαμ Τυντέηλ (William Tyndale), ή στη φρίκη της διά πυράς θανάτωσης ενός Μιχαήλ Σερβέτου (Michael Servetus). Όμως, ο αγώνας και τα παθήματα των ανθρώπων αυτών δεν είναι λιγότερο έντονα, με τον δικό τους τρόπο. Λίγοι από αυτούς θα μπορούσαν να εκφραστούν τόσο εύγλωττα όσο ο Λούθηρος, κι όμως ακολουθούν κατά πολύ τη στάση που πήρε όταν είπε στους εβδομήντα άντρες που τον δίκαζαν:
     Παρεκτός κι αν πειστώ από τη μαρτυρία των Γραφών ή από την ορθή λογική (γιατί δεν πιστεύω ούτε τον Πάπα, ούτε μόνες τις συνόδους, καθώς είναι ολοφάνερο ότι συχνά έχουν λαθέψει κι αντιφάσκουν), περιορίζομαι από τα Γραφικά χωρία που έχω παραθέσει, και η συνείδησή μου παραμένει πιστά δεσμευμένη στο λόγο του Θεού· και καθώς δεν είναι ούτε ασφαλές, ούτε δίκαιο να δράσω ενάντια στη συνείδησή μου, δεν μπορώ να ανακαλέσω, και δεν θα ανακαλέσω τίποτα. Παραμένω σε αυτές τις θέσεις· δεν μπορώ να κάνω αλλιώς· ο Θεός ας με βοηθήσει. Αμήν.[1]
Πολύ πριν από οποιονδήποτε από αυτούς τους ανθρώπους, πριν από δεκαεννέα αιώνες, οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος αντιμετώπισαν ουσιαστικά το ίδιο ζήτημα, όταν στάθηκαν μπροστά σ' ένα δικαστικό συμβούλιο απαρτιζόμενο από τα πιο σεβαστά μέλη της θρησκείας που ισοβίως ασπάζονται μέχρι τότε και οι ίδιοι, και τους είπε ανοιχτά:
     Αν είναι δίκαιο στα μάτια του Θεού να ακούμε εσάς μάλλον παρά τον Θεό, κρίνετέ το μόνοι σας. Εμείς όμως δεν μπορούμε να σταματήσουμε να μιλάμε γι' αυτά που είδαμε και ακούσαμε.[2]
     Τους ανθρώπους για τους οποίους γράφω και τους γνωρίζω πολύ στενά, υπήρξαν μέλη της θρησκευτικής ομάδας που είναι γνωστή ως Μάρτυρες του Ιεχωβά. Είμαι βέβαιος, και υπάρχουν στοιχεία να το αποδείξω, ότι οι εμπειρίες τους δεν είναι με κανένα τρόπο μοναδικές, ότι υπάρχει παρόμοια αναταραχή συνείδησης μεταξύ ανθρώπων διαφόρων πίστεων. Αντιμετωπίζουν το ίδιο ζήτημα που αντιμετώπισαν ο Πέτρος και ο Ιωάννης, καθώς και άντρες και γυναίκες μετέπειτα εποχών: δηλαδή, τον αγώνα να παραμείνουν ειλικρινείς με την προσωπική τους συνείδηση, αντιμετωπίζοντας ευθέως πίεση εκ μέρους θρησκευτικής εξουσίας.
     Για πολλούς αυτό σημαίνει συγκινησιακή διελκυστίνδα. Από τη μια, νιώθουν να ωθούνται ν' απορρίψουν την παρεμβολή ανθρώπινης εξουσίας ανάμεσα σ' αυτούς και στο Δημιουργό τους· ν' απορρίψουν το θρησκευτικό δογματισμό, το νομικισμό και τον αυταρχισμό, να μείνουν πιστοί στη διδασκαλία ότι ο Χριστός Ιησούς, κι όχι κάποιο ανθρώπινο θρησκευτικό σώμα, είναι «κεφαλή παντός ανδρός».[3] Από την άλλη μεριά, διακινδυνεύουν να χάσουν φίλους που είχαν μια ζωή, να δουν τις οικογενειακές τους σχέσεις να επηρεάζονται τραυματικά, να θυσιάσουν θρησκευτική κληρονομιά που μπορεί να εκτείνεται γενιές πριν. Σε τέτοιου είδους σταυροδρόμια, οι αποφάσεις δεν παίρνονται εύκολα.
     Αυτό που περιγράφεται εδώ, λοιπόν, δεν είναι μόνο «τρικυμία στο φλιτζάνι», μια μεγάλη διαμάχη σε μια μικρή θρησκεία. Πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί ν' αποκομίσει ζωτικό όφελος λαμβάνοντας υπόψη του την αφήγηση αυτή. Γιατί αν ο αριθμός των ατόμων που εμπλέκονται τώρα είναι συγκριτικά μικρός, τα θέματα δεν είναι μικρά. Είναι ερωτήματα με προεκτάσεις που έχουν φέρει άντρες και γυναίκες σε παρόμοιες κρίσεις συνείδησης, πολλές φορές σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας.
     Διακυβεύεται η ελευθερία αναζήτησης της πνευματικής αλήθειας, ανεμπόδιστα από αυθαίρετους περιορισμούς, και το δικαίωμα ν' απολαμβάνει κανείς προσωπική σχέση με τον Θεό και τον Υιό του, απαλλαγμένος από την έντεχνη παρεμβολή ιερατικής φύσης εκ μέρους κάποιας ανθρώπινης αντιπροσωπείας. Ενώ πολλά απ' όσα έχουν γραφτεί εδώ μπορεί στην επιφάνεια να φαίνονται ν' αποτελούν χαρακτηριστικά της Οργάνωσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά, στην πραγματικότητα τα υποκείμενα θεμελιώδη ζητήματα επηρεάζουν τη ζωή ανθρώπων οποιουδήποτε θρησκεύματος που φέρει χριστιανικό όνομα.

     Το τίμημα της ακλόνητης πεποίθησης ότι «δεν είναι ασφαλές, ούτε δίκαιο να δρα κανείς ενάντια στη συνείδησή του» δεν ήταν μικρό για τους άντρες και τις γυναίκες που γνωρίζω. Μερικοί βρέθηκαν ξαφνικά αποκομμένοι από τις οικογενειακές τους σχέσεις ως αποτέλεσμα επίσημης θρησκευτικής δράσης – αποκομμένοι από τους γονείς, γιους και κόρες, αδελφούς κι αδελφές, ακόμα κι από παππούδες ή εγγόνια. Δεν μπορούν πια ν' απολαμβάνουν ελεύθερη συναναστροφή με μακροχρόνιους φίλους τους, για τους οποίους νιώθουν βαθιά στοργή· τέτοια συναναστροφή θα έβαζε αυτούς τους φίλους σε κίνδυνο να αντιμετωπίσουν την ίδια επίσημη θρησκευτική ενέργεια. Βλέπουν ν' αμαυρώνεται η υπόληψη τους – το καλό όνομα που χρειάστηκαν μια ζωή για να το κερδίσουν – καθώς και όλα όσα σήμαινε ένα τέτοιο όνομα στη διάνοια και την καρδιά εκείνων που τους γνώριζαν. Μ' αυτόν τρόπο τους αφαιρείται η δυνατότητα να ασκήσουν την όποια καλή και δίκαιη επιρροή θα μπορούσαν να ασκήσουν, εξ ονόματος ακριβώς των ανθρώπων που γνώριζαν καλύτερα στην κοινότητά τους, στη χώρα τους, στον κόσμο όλο. Οι υλικές απώλειες, ακόμα και η φυσική κακομεταχείριση και οι προσβολές, μπορούν ν' αντιμετωπιστούν ευκολότερα από αυτό.
     Τι θα μπορούσε να υποκινήσει κάποιον να διακινδυνεύσει μια τέτοια απώλεια; Πόσοι άνθρωποι θα το έκαναν σήμερα αυτό; Υπάρχουν, βέβαια (όπως υπήρχαν πάντα) άνθρωποι που θα διακινδύνευαν να υποστούν κάποια, ή όλες αυτές τις επιπτώσεις, από πεισματάρικη υπερηφάνεια, ή για να ικανοποιήσουν την επιθυμία για υλικά οφέλη, για δύναμη, γόητρο, υπεροχή ή απλά για σαρκική ηδονή. Όμως, όταν τα στοιχεία δεν αποκαλύπτουν τίποτα που να αποτελεί ένδειξη για τέτοιους στόχους, όταν, για την ακρίβεια, δείχνουν ότι οι άνθρωποι που εμπλέκονται εδώ γνώριζαν ότι θα μπορούσαν να περιμένουν ακριβώς το αντίθετο από την επίτευξη τέτοιων στόχων , τότε τί;
     Αυτό που συνέβη ανάμεσα στους Μάρτυρες του Ιεχωβά παρέχει μια ασυνήθιστη και προκλητική για τη σκέψη σπουδή πάνω στην ανθρώπινη φύση. Εκτός από αυτούς που ήταν πρόθυμοι ν' αντιμετωπίσουν τον αφορισμό για χάρη της συνείδησης, τί μπορούμε να πούμε για τους περισσότερους στον αριθμό, αυτούς που ένιωσαν υποχρεωμένοι να συμμετάσχουν σε τέτοιους αφορισμούς ή να τους υποστηρίξουν, να επιτρέψουν τη διάσπαση οικογενειών, να τερματίσουν μακροχρόνιες φιλίες; Δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς την ειλικρίνεια πολλών από αυτούς τους ανθρώπους ή για το ότι ένιωσαν κι ακόμα νιώθουν θλίψη από την επιτέλεση αυτού που θεωρούν αναγκαίο θρησκευτικό καθήκον. Ποιές πεποιθήσεις και ποιοί συλλογισμοί τους ώθησαν να φερθούν έτσι;
    Όσον αφορά τις περιπτώσεις τις οποίες πραγματεύεται αυτό το βιβλίο, είναι αξιοσημείωτο ότι πολλοί από τους εμπλεκόμενους σχετίζονταν με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά επί είκοσι, τριάντα, σαράντα ή και περισσότερα χρόνια. Δεν αποτελούσαν «περιθωριακά στοιχεία» αλλά, αντιθέτως, ως επί το πλείστον ήταν από τα πιο δραστήρια, παραγωγικά μέλη της οργάνωσης.
     Οι περιπτώσεις περιλαμβάνουν πρόσωπα που ήταν εξέχοντα μέλη του Κεντρικού Γραφείου των Μαρτύρων στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης· άντρες που υπηρετούσαν ως περιοδεύοντες επίσκοποι και πρεσβύτεροι· γυναίκες που πέρασαν πολλά χρόνια στο ιεραποστολικό και ευαγγελιστικό έργο. Όταν πρωτοέγιναν Μάρτυρες, συχνά ξέκοψαν από όλες τις προηγούμενες φιλίες με πρόσωπα άλλων πίστεων, καθώς τέτοιες σχέσεις με τους «απ' έξω» αποθαρρύνονται στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Για το υπόλοιπο της ζωής τους οι μόνοι φίλοι τους ήταν από τη δική τους θρησκευτική κοινότητα. Μερικοί είχαν χτίσει το πρόγραμμα για ολόκληρη τη ζωή τους γύρω από τους στόχους που τους έθετε η οργάνωση, επιτρέποντας στους στόχους αυτούς να ελέγξουν το βαθμό της μόρφωσης που επιζήτησαν, το είδος της δουλειάς που έκαναν, τις αποφάσεις τους σχετικά με τον γάμο και το αν θα έκαναν παιδιά ή θα παρέμεναν άτεκνοι. Η «επένδυσή» τους ήταν μεγάλη, περιελάμβανε μερικές από τις πιο πολύτιμες αξίες της ζωής. Και τώρα τα έβλεπαν όλα αυτά να εξαφανίζονται, να καταστρέφονται ξαφνικά και βίαια μέσα σε λίγες ώρες.

     Πιστεύω ότι αυτό είναι από τα παράξενα χαρακτηριστικά του καιρού μας, το ότι μερικά από τα πιο σκληρά και βίαια επιβεβλημένα μέτρα κατάπνιξης της έκφρασης της προσωπικής συνείδησης προέρχονται από θρησκευτικές ομάδες που ήταν κάποτε φημισμένες για την υπεράσπιση της ελευθερίας της συνείδησης.
     Το αποσαφηνίζουν πλήρως τα παραδείγματα τριών ανθρώπων: καθένας από αυτούς ήταν διακεκριμένος θρησκευτικός καθοδηγητής στη δική του θρησκεία, και η περίπτωση έφτασε στο αποκορύφωμά της την ίδια χρονιά.
     Ο ένας, για περισσότερο από μια δεκαετία, έγραφε βιβλία κι έκανε τακτικά διαλέξεις παρουσιάζοντας απόψεις που χτυπούσαν την ίδια την καρδιά της δομής εξουσίας της θρησκείας του.
     Ο άλλος, σε ομιλία που εκφώνησε ενώπιον ακροατηρίου χιλίων και παραπάνω ατόμων, διαφώνησε έντονα με τις διδασκαλίες της δικής του θρησκευτικής οργάνωσης σχετικά με μία κρίσιμη χρονολογία και τη σημασία της στην εκπλήρωση των προφητειών της Βίβλου.
     Ο τρίτος δεν έκανε τέτοιες δημόσιες διακηρύξεις. Οι μόνες φορές που εξέφρασε διαφορετική άποψη περιορίζονταν σε προσωπικές συνομιλίες με τους στενούς φίλους του.
     Και όμως η αυστηρότητα της επίσημης δράσης που ανέλαβε ενάντια σ' αυτούς η καθεμιά από τις τρεις αντίστοιχες θρησκευτικές οργανώσεις τους, ήταν αντιστρόφως ανάλογη με τη σοβαρότητα των πράξεων τους. Και η πηγή της μεγαλύτερης αυστηρότητας ήταν η αντίθετη από αυτήν που θα περίμενε κανείς.
     Το πρώτο πρόσωπο που περιέγραψα είναι ο Ρωμαιοκαθολικός ιερέας Χανς Κουνγκ (Hans Kung), καθηγητής του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης (Tübingen) στη Δυτική Γερμανία. Μετά από δέκα χρόνια, η ειλικρινής κριτική του, που περιλάμβανε την απόρριψη του δόγματος του αλαθήτου του Πάπα και των συνόδων των επισκόπων, αντιμετωπίστηκε τελικά από το ίδιο το Βατικανό και το 1980 το Βατικανό του αφαίρεσε τον επίσημο βαθμό του καθολικού θεολόγου. Εν τούτοις παραμένει ιερέας και ηγετική μορφή στο Ινστιτούτο Οικουμενικής Έρευνας του Πανεπιστημίου. Ακόμα, οι υποψήφιοι για την ιεροσύνη φοιτητές που παρακολουθούν τις διαλέξεις του δεν υπόκεινται σε εκκλησιαστική ποινή.[4]
     Ο δεύτερος είναι ο γεννημένος στην Αυστραλία Αντβεντιστής της 7ης Ημέρας, καθηγητής Ντέσμοντ Φορντ (Desmond Ford). Η ομιλία του σε μια ομάδα χιλίων μη κληρικών ακροατών σε κολέγιο της Καλιφόρνια, κατά την οποία διαφώνησε έντονα με την αντβεντιστική διδασκαλία για το έτος 1884, οδήγησε στο να κληθεί σε ακρόαση από την εκκλησία του. Στον Φορντ δόθηκε άδεια εξάμηνης απουσίας ώστε να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, και το 1980 συναντήθηκε με εκατό εκπροσώπους της εκκλησίας του που ξόδεψαν πενήντα περίπου ώρες ακούγοντας την κατάθεσή του. Τότε οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι αποφάσισαν να τον απομακρύνουν από τη διδασκαλική θέση του και να του αφαιρέσουν τον ιερατικό του βαθμό. Όμως δεν τον έδιωξαν από την ομάδα τους (δεν τον αφόρισαν) μολονότι είχε εκδώσει τις απόψεις του και συνεχίζει να μιλά γι' αυτές σε κύκλους Αντβεντιστών.[5]
     Ο τρίτος άντρας είναι ο Έντουαρτ Ντάνλαπ (Edward Dunlap), που υπήρξε επί πολλά χρόνια ο Γραμματέας της μοναδικής ιεραποστολικής σχολής των Μαρτύρων του Ιεχωβά, της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς, κι επίσης βασικός συνεργάτης στο Λεξικό της Βίβλου που εξέδωσε η οργάνωση («Βοήθημα προς κατανόηση της Βίβλου», που τώρα τιτλοφορείται «Ενόραση στις Γραφές») και συγγραφέας του μοναδικού σχολιολογίου της Σκοπιάς για τμήμα της Βίβλου (Σχολιολόγιο επί της επιστολής Ιακώβου). Ο Ντάνλαπ εξέφρασε τη διαφορετική του άποψη για συγκεκριμένες διδασκαλίες μόνο σε προσωπικές συζητήσεις με μακροχρόνιους φίλους. Την άνοιξη του 1980, μια επιτροπή πέντε ανδρών από τους οποίους κανείς δεν ήταν μέλος του Κυβερνώντος Σώματος της Οργάνωσης, συναντήθηκε μαζί του για λίγες ώρες σε μυστική συνεδρίαση, ανακρίνοντάς τον σχετικά με τις απόψεις του. Μετά από σαράντα και περισσότερα χρόνια συνεργασίας, ο Ντάνλαπ διώχτηκε από τη δουλειά του και την κατοικία του στα διεθνή Κεντρικά Γραφεία (της Σκοπιάς) και αποκόπηκε από την οργάνωση.
    Έτσι η θρησκευτική οργάνωση που για πολλούς αποτελούσε για καιρό σύμβολο ακραίου αυταρχισμού, επέδειξε τον μεγαλύτερο βαθμό ανοχής στον διαφωνούντα κατηχητής της· και η οργάνωση που περηφανευόταν ιδιαίτερα για τον αγώνα της υπέρ της ελευθερίας συνείδησης, έδειξε τον ελάχιστο.
     Εδώ υπάρχει κάτι παράδοξο: Παρά την έντονη δραστηριότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην επίδοση μαρτυρίας για την πίστη τους από πόρτα σε πόρτα, οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν λίγα για αυτούς, εκτός από τις θέσεις τους σε ορισμένα θέματα συνείδησης. Έχουν ακούσει για την ασυμβίβαστη στάση τους στο ν' αρνούνται να δεχτούν μετάγγιση αίματος, την άρνησή τους να χαιρετίσουν την όποια σημαία ή παρόμοιο έμβλημα, την άκαμπτη αντίρρησή τους στην εκπλήρωση της στρατιωτικής υπηρεσίας, την αντίθεσή τους στη συμμετοχή σε οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα ή λειτουργία. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τις νομικές υποθέσεις, γνωρίζουν ότι οι Μάρτυρες έχουν προωθήσει πενήντα περίπου υποθέσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ σε υπεράσπιση της ελευθερίας συνείδησής τους, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος τους να μεταφέρουν το άγγελμά τους σε ανθρώπους άλλων πίστεων, ακόμα και αντιμετωπίζοντας μεγάλη εναντίωση και αντιρρήσεις. Σε χώρες όπου τους προστατεύουν οι συνταγματικές ελευθερίες, είναι ελεύθεροι να εξασκούν τέτοια δικαιώματα χωρίς παρεμπόδιση. Σε άλλες χώρες έχουν δοκιμάσει σοβαρές διώξεις, συλλήψεις, φυλακίσεις, επιθέσεις, ξυλοδαρμούς, κι επίσημες διά νόμου απαγορεύσεις των εκδόσεων και του κηρύγματός τους.
     Πώς, λοιπόν, έχει η κατάσταση και σήμερα το κάθε μέλος τους που διατυπώνει μια προσωπική διαφορά άποψης ως προς τις διδασκαλίες της οργάνωσης είναι σχεδόν σίγουρο ότι θ' αντιμετωπίσει δικαστικές διαδικασίες και, αν δεν είναι πρόθυμο να ανακαλέσει, υπόκειται σε αποκοπή; Πώς αυτοί που διεκπεραιώνουν τέτοιες διαδικασίες εκλογικεύουν την προφανή αντίθεση που υπάρχει στην στάση τους; Παράλληλα μ' αυτό το ερώτημα υφίσταται κι άλλο ένα: το αν η αντοχή σε σκληρές διώξεις και η φυσική κακομεταχείριση στα χέρια των αντιτιθεμένων είναι απαραιτήτως, από μόνη της, μαρτυρία πίστης στη ζωτική ανάγκη του να παραμείνει κανείς συνεπής με τη συνείδησή του, ή αν μπορεί να είναι απλώς το αποτέλεσμα ενδιαφέροντος να παραμείνει κανείς προσκολλημένος στις διδασκαλίες και τους κανόνες μιας οργάνωσης, ή παραβίαση των οποίων είναι γνωστό ότι επιφέρει αυστηρές πειθαρχικές ενέργειες.

     Κάποιοι μπορούν να πουν ότι το θέμα δεν είναι τόσο απλό όσο παρουσιάζεται εδώ, ότι σ' αυτό εμπλέκονται κι άλλα κρίσιμα ζητήματα. Τί θα πούμε σχετικά με την ανάγκη για θρησκευτική ενότητα και τάξη; Τί θα πούμε για την ανάγκη προστασίας έναντι αυτών που διασπείρουν ψευδείς, διαιρετικές και καταστρεπτικές διδασκαλίες; Τί θα πούμε σχετικά με την ανάγκη για τον πρέποντα σεβασμό προς την εξουσία;
     Το ν' αγνοήσουμε αυτούς τους παράγοντες θα έδειχνε στάση ομολογουμένως ακραία, και τυφλά ανισόρροπη. Ποιός μπορεί ν' αμφισβητήσει το γεγονός ότι η κατάχρηση της ελευθερίας μπορεί να να οδηγήσει σε ανευθυνότητα, σε αταξία, και μπορεί να καταλήξει σε σύγχυση, ακόμα και σε αναρχία; Παρομοίως η υπομονή και η ανοχή μπορεί να γίνουν δικαιολογία για αναποφασιστικότητα, αδράνεια, υποβιβασμό όλων των κριτηρίων. Ακόμα και η αγάπη μπορεί να γίνει σκέτος συναισθηματισμός, ασύνετη συγκίνηση που παραμελεί να κάνει αυτό που πραγματικά χρειάζεται, με σκληρές συνέπειες. Όλα αυτά είναι αλήθεια και είναι αυτά στα οποία εστιάζονται όσοι επέβαλλαν περιορισμούς στην προσωπική συνείδηση μέσω θρησκευτικής εξουσίας.
     Ωστόσο, ποιό είναι το αποτέλεσμα όταν η πνευματική «καθοδήγηση» γίνεται διανοητική κυριαρχία, ακόμα και πνευματική τυραννία; Τί συμβαίνει όταν οι επιθυμητές ιδιότητες της ενότητας και της τάξης αντικαθιστώνται από απαιτήσεις για θεσμοθετημένη, επιβαλλόμενη συμμόρφωση στην επίσημη θρησκεία και από νομικίστικο αυστηρό έλεγχο; Ποιά είναι τ' αποτελέσματα όταν ο σεβασμός που αρμόζει στην εξουσία μετατρέπεται σε δουλικότητα, αναντίρρητη υποταγή, εγκατάλειψη της προσωπικής ευθύνης που έχουμε ενώπιον του Θεού να παίρνουμε αποφάσεις βασισμένοι στην προσωπική μας συνείδηση;
     Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να ληφθούν υπόψη, για να μην διαστρεβλωθεί και παρερμηνευθεί το θέμα. Όσα ακολουθούν σε αυτό το βιβλίο απεικονίζουν με πολύ παραστατικό τρόπο τις συνέπειες που έχουν τα ζητήματα αυτά στις ανθρώπινες σχέσεις, τις ασυνήθιστες θέσεις κι ενέργειες που λαμβάνουν άνθρωποι οι οποίοι βλέπουν μόνο τη μία πλευρά του ζητήματος, τα άκρα στα οποία θα φτάσουν για να υποστηρίξουν αυτή τη πλευρά. Ο οργανωσιακός χαρακτήρας και το πνεύμα που εκδηλώθηκε τη δεκαετία του 1980 διατηρήθηκε χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά στη δεκαετία του 1990, και παραμένει ο ίδιος και μέχρι το 2004 (έτος έκδοσης αυτού του βιβλίου).
     Νιώθω ότι ίσως η μεγαλύτερη αξία αυτής της εξέτασης έγκειται στο ότι μπορεί να μας βοηθήσει να διακρίνουμε πιο καθαρά ποιά ήταν τα θεμελιώδη θέματα τον καιρό του Ιησού Χριστού και των Αποστόλων, και να καταλάβουμε γιατί και πώς επήλθε τραγική απόκλιση από τις διδασκαλίες του και το παράδειγμά τους, τόσο ανεπαίσθητα, με τέτοια σχετική ευκολία, σε τόσο μικρό σχετικά χρονικό διάστημα. Αυτοί που ανήκουν σε άλλες θρησκευτικές ομάδες και που ίσως βιαστούν να κρίνουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, θα έκαναν καλά να εξετάσουν πρώτα τον εαυτό τους και τις δικές τους θρησκευτικές ομάδες στο φως των θεμάτων που εξετάζονται, στο φως των βασικών στάσεων που αποτελούν υπόβαθρο των θέσεων που περιγράφονται και των ενεργειών που ακολούθησαν.
     Για να ανακαλύψουμε τις απαντήσεις στα ερωτήματα που εγείρονται, απαιτείται να πάμε πέρα από τα άτομα που έχουν επηρεαστεί, μέσα στην εσωτερική δομή μιας ξεχωριστής θρησκευτικής οργάνωσης, μέσα στο σύστημα που έχει για διδασκαλία και έλεγχο, να εξετάσουμε πώς εκείνοι που τη διευθύνουν καταλήγουν στις αποφάσεις και τις πολιτικές τους, και να ερευνήσουμε σε κάποιο βαθμό την περασμένη ιστορία της και της καταβολές της.
Ελπίζω ότι τα μαθήματα που θα πάρουμε μπορούν να βοηθήσουν στην αποκάλυψη των ριζικών αιτιών της θρησκευτικής αναταραχής, και να καταδείξουν τί χρειάζεται για ν' απολαμβάνουν ειρήνη και αδελφική ενότητα οι άνθρωποι που προσπαθούν να είναι γνήσιοι ακόλουθοι του Υιού του Θεού.

Σημειώσεις:
[1]. Αυτοί ήταν οι τελευταίοι λόγοι του Λούθηρου κατά την υπεράσπισή του ενώπιον της Δίαιτας (Βουλής) της πόλης Βορμς, στη Γερμανία, τον Απρίλιο του 1521.
[2]. Πράξεις των Αποστόλων 4:19, 20.
[3]. Προς Κορινθίους Α´ επιστολή του αποστόλου Παύλου, 11:3.
[4]. Απλώς δεν παίρνουν ακαδημαϊκό βαθμό για την παρακολούθηση.
[5]. Σε συζήτηση με τον Ντέσμοντ Φορντ στην Τσατανούνγκα (Chattanooga) του Τενεσή (Tennessee) το 1982, ανέφερε ότι 120 κληρικοί της εκκλησίας των Αντβεντιστών της 7ης Ημέρας είχαν είτε παραιτηθεί είτε καθαιρεθεί από την εκκλησία αυτή, διότι δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν συγκεκριμένες διδασκαλίες ή πρόσφατες ενέργειες της οργάνωσης.

Το παρόν άρθρο αποτελεί μετάφραση του πρωτοτύπου στην Αγγλική γλώσσα «Price of Conscience (Chapter 1 of “Crisis of Conscience”)», της ιστοσελίδας CommentaryPress.net. Απόσπασμα από το Crisis of Conscience, κεφάλαιο 1, έκδοση από το Commentary Press. Η μετάφραση βασίζεται στην έκδοση για την ελληνική γλώσσα Κρίση Συνείδησης, εκδόσεις Μυριόβιβλος.